"Τις έκαψα τις αυταπάτες μου.
Μόνο ένα δάκρυ ξέφυγε, εις μνήμην της στιγμής.
Ό,τι έμεινε, ένα ίχνος στα χείλη για χαμόγελο
κι ένα απανθρακωμένο ρόδο"
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σκέψεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σκέψεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

9 Σεπ 2008

Αναλαμπή


Δεν αντέχω
το χρώμα του πένθους στο κορμί μου

Κάθε που όλα βάφονται μωβ
γκρίζα σύννεφα γεμίζει η κάμαρά μου
Οι σκιές στους τοίχους με χλευάζουν
κι ο πόνος γίνεται αβάσταχτος.
Σκέφτηκες ποτέ
πόσες αποχρώσεις έχει το μωβ;
Ύστερα ξυπνώ
μ’ έναν σπασμένο καθρέφτη
στα χέρια.
Μπορώ μόνο να δω
μια αναλαμπή της αντανάκλασής μου
Τις ρωγμές τις είδα πολύ αργότερα,
τότε που η αβεβαιότητα
μου επιτέθηκε σαν αγρίμι
και τα δάκρυα
μου φώναζαν επειδή έγινα αυτό που έγινα.
Ακούγοντας διαρκώς τις φωνές
να γελούν σαρκαστικά μέσα στ’ αφτιά μου
κάλυψα με ζυμάρι τις ρωγμές
σκέπασα και το καθρέφτη
με μαύρο πανί
να μη βλέπω τα σημάδια
να μη κοιτάζω τις ρυτίδες
να μη βλέπω τις ρωγμές
Στο τέλος ότι δε μπορείς να δεις
δε σε πειράζει πια.

25 Αυγ 2008

Ολική έκλειψη


Έτσι όπως περπατάς
πάνω στην υγρή προβλήτα
και το φως του φεγγαριού
αλύπητα σου επιτίθεται,
νιώθω κάθε πέταλο
της ερημωμένης ψυχής μου
να μαραίνεται
Ξέρω πως βαδίζεις
αντίθετα
Πάντα αντίθετα ήταν τα βήματά σου,
πάντα ανάποδες οι στροφές σου,
πάντα σκυφτοί οι ώμοι σου
κι οι τσέπες σου αδειανές
μα πάντα στο πέτο σου
το γλαυκό πέταλο της ψυχής μου
είχες.
Απλώνω τα χέρια να σε σταματήσω
μα ο μπάτης μου κόβει τη φόρα
κι έρχεται ύστερα το κύμα
κατάλευκο να μου στερήσει
τα χνάρια σου
Πάντα αντίθετα βάδιζες
κι εγώ σε γκρεμισμένους τοίχους
άφηνα άλικες κραυγές
Αντίθετα βάδιζες
σε δρόμους γεμάτους ρωγμές
κι εγώ σκόνταφτα
πάντα πάνω σ αποκαΐδια
και σε στιγμές ανελέητες
Κάποτε ξέχασα το πρόσωπό σου,
κάποτε έμειναν μονάχα οι ρυτίδες
Ύστερα ήρθε
το φεγγάρι με την ολική του έκλειψή
να θυμίζει
την ολική σου έλλειψη.

26 Ιουλ 2008

Το χαλασμό σου χαρίζω


Η βροχή έχει τη μυρωδιά του κορμιού σου
κι εκείνη η αστραπή φωτίζει τα μάτια σου
σαν αστέρια.

Μη φοβάσαι
δε θα χαθώ στο σκοτάδι
θα 'μαι η βροχή
που θα σου κρατά
σφιχτά το χέρι
για να βαδίσεις
σε πράσινα λιβάδια.
Έπειτα, ότι απομείνει
από το χαλασμό
θα στο χαρίσω για να θυμάσαι

Μη φοβάσαι δεν είναι
η αστραπή
που σχίζει στα δυο τον ουρανό
είναι η αγάπη μου
που κρατάει άσβεστη τη φλόγα

Μη φοβάσαι γιατί όσο
σ αγαπώ δε θα έχεις λόγο
να φοβάσαι για τίποτα
παρά μόνο
ανείπωτη ευτυχία να περιμένεις





30 Ιουν 2008

Την ώρα του αναπότρεπτου


Φοβάμαι τον ύπνο .
Πάντα τον φοβόμουν.
Νόμιζα πως ήταν ένας μικρός θάνατος.
Και το θάνατο τον φοβάμαι,
έτσι ντυμένος που είναι
στα μαύρα
κραδαίνοντας το μακρύ
δρεπάνι του.
Στέκει αγέρωχος
περιμένοντας την ώρα
που θα μου αποκεφαλίσει
τη ψυχή.
Κι οι μοίρες δίπλα του
να ξαίνουν ασταμάτητα,
με τις μεγάλες μύτες τους
τη ζωή μου.
Αυτές οι ανέραστες
ανοργασμικές γριές
που δεν γεύτηκαν ποτέ
μια χαρά στη ζωή τους
και ποτέ κανένας εραστής
δε τους ψιθύρισε
λόγια έρωτα και πάθους,
αποφασίζουν να κόψουν
το νήμα που με κρατάει
σ αυτό τον κόσμο
γιατί έτσι απλά δε τους άρεσε
η φάτσα μου.
Φοβάμαι τον ύπνο.
Πάντα τον φοβόμουν
ίσως γιατί μοιάζει με το θάνατο
και κάθε τόσο αιχμαλωτίζει
το άπειρο , τις μνήμες
τα όνειρα.
Έτσι
κάθε απόπειρα να δραπετεύσω
μοιάζει ακατόρθωτη
την ώρα του αναπότρεπτου .
Τελικά κατάλαβα
πως δεν έχει και τόση σημασία
πως θα ζήσω,
μα να πεθάνω
με τη λιγότερη μοναξιά
στη ψυχή μου.

27 Ιουν 2008

Μάτια αράχνες


Μάτια αράχνες
γλίστρησαν στο κορμί σου
την ώρα που οι λέξεις
πνιγόντουσαν στων δακρύων σου
τις λίμνες.
Κραυγές σιωπής
άγγιξαν το υπέρτατό μου πάθος
κι όπως τ’ αστέρια αλυχτούσαν
μες τη νύχτα
έτσι και γω αιμορραγούσα τα φιλιά σου.
*
ΜΑΡΙΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

*
Έσταζε το αίμα
κι άδειαζα από ζωή κι από ανάσα
Κι εσύ πίσω
απ’ το αγγελικό σου πρόσωπο,
που το χες λευκό βαμμένο
κατ’ ευφημισμό,
έστελνες κρυφά
μικρές πνιγμένες λέξεις
να ρίχνουν αλάτι στις πληγές.
Έτσι ξεψυχούσα τις νύχτες,
έτσι ζούσα τις μέρες μου
μέσα στο χάος σου.
*
ΚΛΕΙΩ ΝΙΚΟΛΑΟΥ


18 Ιουν 2008

Καθρέφτης


Καντήλι ανάβω τις νύχτες
προσευχή,
σ ένα Θεό
που ίσως με ξέχασε
Μερικές φορές,
μάλιστα,
μέσα στα όνειρά μου
τον επικαλούμαι,
αφού δεν έχω εικόνισμα
μα ούτε και καθρέφτη
τον εαυτό μου για να δω
Τον έσπασα,
βλέπετε,
σε μια κρίση μου επάνω
κι ύστερα
μάζευα σωρό τα κομμάτια
κι άρχισα ένα-ένα
να τα μπήγω στα μάτια μου
για να μη βλέπω
την ασχήμια γύρω μου
Μα ήρθε αυτή
σε πείσμα μου
και τρύπωσε μέσα στα κύτταρά μου
κάνοντας το αίμα μου καθρέφτη
Από τότε
όπου βρω καθρέφτη
τον σκεπάζω με μαύρο πανί,
ελπίζοντας
πως κάποτε αυτός
που έχω μες στις φλέβες μου
θα ξεφτίσει ...

12 Ιουν 2008

Άηχη παντομίμα


Μια άηχη παντομίμα
ήταν η ζωή μου
ένα κουκλοθέατρο
με θλιμμένες κούκλες
κι εσένα θιασάρχη
να κρατάς το σκοινί
κι αυτές να χορεύουν στο ρυθμό σου.
Κάθε φορά που άφηνες τα σκοινιά
φαινόταν ατέλειωτη η πτώση
στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού
και γέμιζε το κορμί
από πληγές του δικού μου θεού.
Τότε μόνη διαφυγή ήταν o θάνατος
κι ένα άηχο αγγελικό δάκρυ.


Εμπνευσμένο από εγγραφή
της Μαρίας Νικολάου
και αναρτημένο
ως σχόλιο στη σελίδα της

9 Ιουν 2008

Ματωμένο βράδυ


Άκουγες το κλάμα μου
τις νύχτες ,
εκείνες τις ατέλειωτες,
που οι σκιές
έπαιζαν με το πόνο μου
και τα σκεπάσματα
κουρελιασμένα στο πάτωμα ,
στριμώχνονταν σε μια γωνιά
για να μη μαρτυρήσουν τη πάλη.
Άκουγες την ανάσα μου
να πνίγεται σε δυο γουλιές νερό
και τα σπασμένα γυαλιά,
απ το ποτήρι
που εκσφενδόνισα στο τοίχο
μάτωναν τα ξυπόλητα πόδια σου.
Έπειτα αποκαμωμένοι κι δυο
απ την αιματηρή μάχη
σφαλίζαμε
τις πόρτες της μοναξιάς
και πλάθαμε
το κόσμο απ την αρχή.
Κάθε βράδυ από τότε
και το επόμενο
και το μεθεπόμενο
κι εκείνο το μετά
απ το σούρουπο
ήταν πιο ματωμένο,
πιο έρημο
πιο σκοτεινό .
Η μοναξιά γιγαντώθηκε
κι έγινε τρικυμία
και μ έπνιξε
Η ερημιά έγινε σκοτάδι
κι έρεβος έπεσε στον ουρανό
κι η σκοτεινιά βασίλευε
από τότε και για πολύ καιρό
ως το τέλος του χρόνου



14 Απρ 2008

Λάθος τρένο

Κάποτε, πήγα ένα ταξίδι Στη διαδρομή κατάλαβα πως πήρα λάθος τρένο , πως έκατσα σε λάθος θέση, πως κατέβηκα σε λάθος σταθμό, πως πήρα λάθος αποσκευές, μα δε μ΄ ένοιαξε και ξέρετε γιατί; Εγώ το ταξίδι ήθελα, ποσώς μ’ ενδιέφερε ο προορισμός Και καθώς τα τοπία εναλλάσσονταν το ένα το άλλο κι έβλεπα τους αγρότες να ποτίζουν τα χωράφια και θέλησα κι εγώ να γίνω χωράφι και να πιώ απ’ το ίδιο νερό, και τα παιδιά που παίζανε στις αλάνες και ήθελα να ξαναγίνω κι εγώ παιδί. . Μα κατέβηκα σε λάθος σταθμό και βρέθηκα σ’ ένα καταγώγιο να συνουσιάζομαι μ’ ένα μεθυσμένο θαμώνα , που καθώς σήκωσα το φουστάνι μου ξεδιάντροπα , έκλεισε τα μάτια για να μη δει την ασχήμια της πράξης του αλλά
και της δικής μου.
Έτρεξα να φύγω γρήγορα ξεχνώντας τη στιγμή , μα οι φανοστάτες στους δρόμους της πόλης , έλαμπαν σαν μικρά κεριά στη ζωή μου.
Έτσι , αποφάσισα να πάρω ένα σφουγγάρι και να ξεγράψω , από το μαυροπίνακα , που χρόνια έστεκε εκεί γεμάτος ορνιθοσκαλίσματα , τον εαυτό μου και έκλεισα δωμάτιο στο πιο φτηνό ξενοδοχείο που βρήκα μπροστά μου…।


Πάντα αναρωτιόμουν πως δίνουν τα νούμερα στα δωμάτια των ξενοδοχείων.
Για να δείξουν τάχα πως έχουν πολλά δωμάτια; Αφού στην ουσία είναι ένα , δυο , τρία , τέσσερα, όσα και οι αντοχές μου…
Κι εμείς το ξέρουμε κι όμως τους αφήνουμε να μας παραπλανούν , όπως αφήνουμε τη ζωή να κυλάει κι εμείς απλά τη παρακολουθούμε να φεύγει σαν το νερό μέσα από τα χέρια μας . Σα να έχουμε βγει έξω από το σώμα μας και κατασκοπεύουμε όσα γίνονται για μας αλλά χωρίς εμάς και χωρίς να μπορούμε να επέμβουμε . Γιατί ποιος μπορεί να επέμβει στο χέρι του Θεού και να του πει να σταματήσει τα μελλούμενα , που στην ουσία είναι κιόλας παρελθόντα;
Κι εκεί, μέσα στον βαθύ, ταξιδιάρικο ύπνο, άκουσα την φωνή της μάνας μου…


Ποιος έκλεψε τη σοκολάτα από το ράφι; Με κοίταξε άγρια η μάνα μου (Να σας πω εδώ ότι δε τρώω ποτέ μου σοκολάτα . Τη μισώ . ) Δε το έκανα εγώ της είπα και τότε κατάλαβα πως ήταν ο άλλος μου εαυτός που έβγαινε τις νύχτες κρυφά απ’ τη ντουλάπα και μου έκλεβε λίγο-λίγο τη ζωή , θέλοντας να έχει κι αυτός μια μικρή συμμετοχή σ’ αυτόν το αχρείο κόσμο.

Κάποτε-κάποτε τον μάλωνα για τη λαιμαργία του κι εκείνος με μάτια-δάκρυα αιώνιας θλίψης , μου απαντούσε πως ήθελε να φάει όση περισσότερη ζωή μπορούσε , να χορτάσει. Και τότε σα να τον λυπόμουνα για την αδυναμία του , του έδινα κομμάτια από τη πίτα που έφτιαξε η μάνα μου ή από το βάζο με το γλυκό που έφερε η κυρά-Ευθαλία , μια πολίτισσα γειτόνισσα , από κείνες που επειδή δε μπόρεσαν οι ίδιες να χορτάσουν τη ζωή , προσπαθούν να χορτάσουν τους άλλους , φτιάχνοντας τα πιο εξωτικά και νόστιμα εδέσματα και τους τα μοιράζουν, χωρίς να χρειάζονται επίσημα ρετσέτα και πιστοποιητικά γευσιγνωσίας….

Έπειτα , πήγα μια μέρα στο ληξιαρχείο να πάρω μια ληξιαρχική πράξη θανάτου . Του δικού μου. Τότε ήταν που κατάλαβα , πως δεν ήμουν τίποτα άλλο , παρά ένας αριθμός ανάμεσα σε τόσους άλλους , μέσα στα χοντρά βιβλία που τηρούν εκεί και πως το μόνο πράγμα που είχα αληθινά δικό μου και πως μ αυτό θα πέθαινα ήταν αυτός ο αριθμός κι ένα όνομα γραμμένο πάνω στη ταφόπλακά μου .
Και σας το λέω αλήθεια, δε με νοιάζει για τ’ όνομα , ο αριθμός είναι αυτός που με καίει .
Και ναι, δε θέλω να γεράσω . Θέλω να πεθάνω νέα , για να δω την άλλη πλευρά του φεγγαριού και το γεράκι να πετάει μακριά από τη φωλιά του . Να δω και το ποτάμι να κυλάει ανάποδα και το βυθό της θάλασσας να είναι από πάνω .
Για να δω τα πράγματα όπως είναι, όχι όπως τα ονειρεύτηκα στη σύντομη ζωή μου .

12 Νοε 2007

Σημάδι ανεξίτηλο


Εσύ μου ζητάς
να μην αφήνω τα ίχνη μου στους τοίχους.
Μου ζητάς να τραγουδώ αδιάκοπα
εκείνο το ανόητο τραγούδι
που σε κάνει να πιστεύεις πως είσαι Θεός.
Μου ζητάς να μη σκέφτομαι
για να είσαι εσύ εκείνος
που το κάνει και για τους δύο μας.
Μου λες να μην ανασαίνω ,
για να έχεις την ικανοποίηση
να μου δανείζεις τις ανάσες σου.
Μου ζητάς να μη βάφω με χρώματα
το ηλιοβασίλεμα
για να σαι εσύ καλύτερος ζωγράφος από μένα
Ξέχασες όμως να μου ζητήσεις
να μη νιώθω.
Αυτό μπορώ ακόμα να το κάνω .
Μπορώ να βαφτίζω
εραστή μου τη μοναξιά αν θέλω
ή να ονομάζω παιδί μου την ερημιά
Μπορώ να βυζαίνω
το δάχτυλό μου ακόμα
αναπολώντας τη παιδική μου ηλικία
Μπορώ να κυκλοφορώ
στους βρεγμένους δρόμους
με το βυζί προτεταμένο σαν παραμάνα
που ψάχνει βρέφος ξένο να θηλάσει
αλλά μπορώ και να γεννήσω
την ελπίδα και τα όνειρα
του κόσμου όλου
να τα αναστήσω και να τα στείλω
σαν πρόβατα ανάμεσα στους λύκους.
Μπορώ ακόμα να υπάρξω
μέσα από την ανυπαρξία
του είναι μου
μέσα από αδιόρατα πέπλα
και αθέατους ορίζοντες
μέσα σε βούρκους και σε έλη
μέσα σε δάση και ακτές
μέσα στο βυθό και ψηλά στον ουρανό
Μπορώ να υπάρξω
στο κάθε τι που αντικρίζει
το σκληρό σου βλέμμα
γιατί με βάφτισαν
σε πύρινες κολυμπήθρες
και με μύρωσαν με το δάκρυ
της απόγνωσης
Κι αν το όνομά μου
φοβάσαι να προφέρεις
μήπως τα χείλη σου ματώσει
κι αν τρέμεις στη σκέψη
μήπως και διαστρεβλώσει
τις μιαρές σου θύμισες
Με πυρωμένο σίδερο
είναι γραμμένο,
σημάδι ανεξίτηλο
στο κούτελό σου,
σφραγίδα παντοτινά
χαραγμένη στη ψυχή σου …

15 Οκτ 2007

Εξόρισα τη ψυχή μου!


Αλλού κοιμάται η ψυχή μου
ενώ το κορμί μου
σωρός από αμαρτήματα
και ματωμένες λέξεις
πετροβολούν .
Ραγισμένα φιλιά
μουχλιασμένες σκέψεις
μάτια υγρά
καρδιά σε κώμα .
Τις βροχερές μέρες
οι σταγόνες κυλούν
βασανιστικά..
Μου έκλεψες
εκείνη την έρημη σταλαγματιά
που κυλούσε αργά στο πρόσωπό μου ,
με κόλπα ξεγέλασες το δάκρυ μου
και το έκανες δικό σου ,
αφού άξιος ποτέ δεν ήσουν
δάκρυα δικά σου να 'χεις .
Εξόρισα τη κοιμισμένη μου ψυχή
σε τόπους ξένους
να μη βλέπει
το ματωμένο σώμα της
να μη βλέπει την υπκρισία
και τη δήθεν αγάπη σου .
Γιατί αυτό ήσουν πάντα
λίγο δήθεν , λίγο κάπως
και λίγο στο περίπου.
Εξόρισα τη ψυχή μου
να κοιμάται και να ξυπνάει αλλού,
μα το παγωμένο μου κορμί
καταδικσμένο για πάντα
δίπλα σου ξυπνάει,
μα απόμακρο , παγερό κι αδιάφορο
δε σε νιώθει πια,
παρά σαν έναν άγνωστο
που γνώρισα μια βροχερή βραδιά
σε κάποιο μπαρ
και κοιμήθηκα μαζί του
για μια μονάχα νύχτα,
πλανημένη
απ το μεθύσι και απ' τους καπνούς
των τσιγάρων.
Μόνο που μ αυτόν τον άγνωστο
έζησα όλη μου τη ζωή
αναγκάζοντας για πάντα
τη ψυχή μου
εξόριστη να ζει
σε ξερονήσια κι ερημωμένους τόπους...

20 Ιουλ 2007

Επιτάφιος


Τα λόγια σου με κάρφωσαν στο τοίχο

Κοίτα τις πληγές μου πως ματώνουν

Πνίγονται οι κραυγές μου στη σιωπή

Κι εσύ γυρνάς και κοιτάς τον ήλιο.

Σέρνεις αργά τα βήματά σου

Και χάνεσαι στο παρελθόν

Κι ύστερα με τη βραχνή φωνή σου

Πίσω με καλείς

Ξεριζώνονται τότε τα σωθικά μου

Με πόνο ανείπωτο

σαπίζουν γύρω μου οι μνήμες σου

και μνήμα λαμπρό σου φτιάχνω

Εκεί ανάμεσα στα κενοτάφια

Και στους σταυρούς

Αφήνω το δάκρυ της ψυχής μου να κυλήσει

Για το ανεκπλήρωτο και για το άφταστο

Όνειρο σκιάς έγιναν τα όνειρά μου

Κι άληκτο έμεινε το πάθος μου

Αγιάτρευτη πια η θλίψη μου

και σκοτεινές οι σκέψεις μου

Πάνω στο μνήμα που εγώ σου έφτιαξα

Χαράζω με γράμματα μικρά

Τον επιτάφιό σου

Κι όλο εκεί γυρνώ

το σκοτεινό σου χνάρι πάνω στη λάσπη

Αιώνια ακολουθώ....