"Τις έκαψα τις αυταπάτες μου.
Μόνο ένα δάκρυ ξέφυγε, εις μνήμην της στιγμής.
Ό,τι έμεινε, ένα ίχνος στα χείλη για χαμόγελο
κι ένα απανθρακωμένο ρόδο"

19 Σεπ 2011

Το περβάζι του χειλιού
























Φύκι κρεμάστηκε
στο περβάζι του χειλιού
και οι δυο λαβωμένες μνήμες
γίνονται λιοπύρι.
Άσφαλτος δεν υπάρχει
για να κάψει
μονάχα τους καθρέφτες λιώνει
να  μη φαίνονται τα είδωλα,
να μη φαίνεται η σκουριά στα μάτια.
Ύστερα παίρνεις το κουπί
-ένα μονάχα-
και χτυπάς τη θάλασσα,
να ξυπνήσουν τα ναυάγια
κι οι πνιγμένοι
κι οι ζωντανοί
που άθελά τους βυθίστηκαν.
Κι εκεί με το φύκι κρεμασμένο
φυσάς πνοή ανέμου
στο κοχύλι,
μα μη λησμονήσεις
να στύψεις απ’ τη πέτρα το λιοπύρι,
να το πιεις,
να δώσεις και σε μένα
και στους νεκρούς
και στους ζωντανούς που άθελά τους
βυθίστηκαν και στα ναυάγια.
Μόνο έτσι θα καούν τα όνειρα
και τα φιλιά τα ξεχασμένα
και τα παρθένα χάδια
Έτσι θα ξερνούν φωτιά
κι οστά από στάχτες
οι περασμένοι έρωτες.
Και μη ξεχάσεις σαν ξημερώσει
να ξεριζώσεις τα φύκια από το στήθος
να τα κρεμάσεις στο περβάζι του χειλιού
και στο σφαλισμένο βλέφαρο
αλλιώς τα μάγια θα λυθούν
κι οι περασμένοι έρωτες
θα γίνουν θάλασσα…  

8 Σεπ 2011

Αλυσοδεμένες κραυγές


















Δε λέει να κοπάσει
τούτος ο άνεμος,
παρασέρνει όλο το αλάτι
και γδέρνει τους τοίχους,
σπρώχνει όλα τα κύματα
στο βράχο μου ,
σ εκείνο το βράχο,
που χρόνια τώρα
έχω καρφώσει τα πόδια μου.
Πότε-πότε σηκώνω τη φούστα μου
αφήνοντας να φανεί ο ορίζοντας,
μήπως και δελεάσω
τον αχθοφόρο του λιμανιού
για να μου επιστρέψει
τις αλυσοδεμένες μου κραυγές
από τη προβλήτα.
Άλλοτε πάλι γονατίζω
και μαζεύω όσα βότσαλα μπορώ
για να τον πετροβολήσω.
Κατάκοπη τελικά τον αφήνω
να με υποτάξει ,
να εισχωρήσει παντού
να με αλώσει
κι ας ξέρω ότι αυτός φταίει
που δε έπιασε πάλι λιμάνι το καράβι…

3 Σεπ 2011

Ξεχασμένες σαγιονάρες
















Θάλασσα γεννήθηκα θυμάσαι;
Κι εσύ από φόβο με πετροβολούσες
κάθε που φούσκωνα περήφανα
και γινόμουν κύμα.
Θάλασσα γεννήθηκα
και φορτώθηκα
με τις επιθυμίες και τα όνειρα
των καραβοτσακισμένων.
-«Δεν έχω άλλα ναυάγια,
δεν υπάρχουν άλλοι
που να θέλουν να σωθούν»,
φώναξα
Υποτάχθηκαν.
Κούμπωσαν τα κουμπιά
απ το παλτό τους,
σήκωσαν το γιακά
και χρέωσαν τη σάρκα τους
με ακόμα μια πευκοβελόνα.
Τύλιξαν σφιχτά
το πλεγμένο από φύκια κασκόλ
θηλιά πια στο λαιμό.
Δε μπόρεσαν να κρεμαστούν
απ’ τα αλμυρίκια,
δεν έμειναν λεύτερα κλαριά.
Ήταν γεμάτα
από χαμένους οργασμούς,
κι αποτυχημένες συνουσίες
γεμάτα από φρούδες ελπίδες
και μολυσμένα όνειρα.
Κι εκεί στη ρίζα πάντα
ένα ζευγάρι σαγιονάρες
ξεχασμένες απ το καλοκαίρι…  




30 Αυγ 2011

Ο γυρισμός, γυρισμό δεν έχει



























Εκεί τη πρωτοείδαν.
Σα μαρμαρωμένο άγαλμα,
απαραίτητο ντεκόρ
στην ενάλια σύνθεση,
ανθισμένο γεράνι πλάι στη θάλασσα
δίπλα στις ομπρέλες της παραλίας,
κάτω από το αλμυρίκι.
Στο μπράτσο χαραγμένη
είχε μια θάλασσα,
στα τσίνορα κρέμονταν δυο όστρακα,
στα χείλη είχε δυο ψάρια
και στα μαλλιά της φύκια .
Ερχόταν απ’ το πουθενά
και στο πουθενά χανόταν.
Πλάσμα παράξενο,
αλλόκοτο, αμίλητο.
Την αυγή ερχόταν και καρφωνόταν
πάντα στο ίδιο σημείο,
σα να πρόσμενε κάτι, κάποιον.
Το δειλινό χανόταν
κάθε που ήλιος βυθιζόταν.
Κάποτε παρέδωσε τις ενοχές της
στα πυρακτωμένα κύματα
και ψιθύρισε στον αέρα:
Ο γυρισμός, γυρισμό δεν έχει
και χάθηκε…
   

23 Αυγ 2011

Δυο φτερά από έρωτα

























Περιφέρομαι σώμα άυλο
στις πτυχές των σεντονιών,
γίνομαι μυρωδιά κι ιδρώτας,
κλέφτρα κίσσα τρυπώνω
μόνο για να κλέψω
δυο φτερά από έρωτα
που έχεις κατάσαρκα κρυμμένα.
Αφήνομαι χρόνος σταματημένος
τη στιγμή
που η νύχτα γδέρνει τους τοίχους
στο «αχ» της προσμονής.
Σου είπα πως σε προσμένω;
Σου είπα πως οι νύχτες
δεν είναι πια σεμνές
και πως τα αστέρια έγιναν
ξεδιάντροπα προκλητικά;
Δε ντύνομαι πια τη μοναξιά του μαύρου,
μα φοράω κόκκινα.
Βάφω τα χείλη κόκκινα.
Είναι το χρώμα που πότισες
τα κύτταρά μου τη νύχτα,
το χρώμα που έβαψες το σώμα μου
σαν ξάπλωσες πλάι μου.

Το κράτησα το κόκκινο.
Μου ταιριάζει το κόκκινο.
Μέσα από το κόκκινο
γίνομαι ζωή,
μήτρα,
έρωτας.

22 Αυγ 2011

Αναλφαβητισμός





















Πάει καιρός
που δε μπορώ
να γράψω
ούτε ένα ποίημα,
να ενώσω τα γράμματα,
να βάλω τις λέξεις σε μια σειρά
να φτιάξω προτάσεις.
Λες και
ξαφνικά ο αναλφαβητισμός
μου χτύπησε τη πόρτα,
λες και
ξέχασα όλα τα γράμματα,
έσβησαν από
τη μνήμη
ορισμοί και σημασίες.
οι εικόνες
από το «Λόλα να ένα μήλο»
ξεθώριασαν,
ο συλλαβισμός έγινε έννοια άγνωστη,
ακόμα κι
αυτή μου η άρθρωση
κατακρεουργήθηκε
Δε ξέρω
ούτε πως , ούτε γιατί.
Ίσως το χάος
καταβρόχθισε
τα πάντα
ακόμα κι αυτή μου
την ικανότητα να μιλώ….

3 Ιουλ 2011

Στάχτες



















Ήρθε χθες ο καπνοδοχοκαθαριστής
και μου χτύπησε τη πόρτα.

-Μα δεν έχω καπνοδόχο να καθαρίσεις.

-Κι όμως κοίτα γύρω σου.
Είναι γεμάτο στάχτες.
Τούτες ήρθα να καθαρίσω.

Κοίταξα τριγύρω.

-Μα αυτές είναι οι στάχτες μου
Είναι οι δικές μου στάχτες
απ’ ό,τι έκαιγα τόσα χρόνια
λίγο-λίγο για να ζεσταθώ.
Είναι ό,τι απανθράκωνα,
για να φωτίσω το σκοτεινό
δωμάτιο της Σταχτοπούτας.

29 Ιουν 2011

Δίχως νόημα

















«Στο στόμα μου σαπίζει το φιλί σου»

είπε η Χιονάτη.
Δε ξέρω πως, ούτε γιατί.
Μπορεί να είναι εκείνο
το καταραμένο μήλο
που μου έδωσε η μάνα
να δαγκώσω
σαν ήμουνα μικρή
ή το ζαχαρένιο σπίτι
του Χάνς και της Γκρέτελ,
που έτρωγα λίγο-λίγο.
Δε κατάλαβα ποτέ
πως ξεψύχησαν
τα παραμύθια μες στη χούφτα μου,
δε κατάλαβα ακόμα-ακόμα
πως ο πρίγκιπας
μεταμορφώθηκε σε βάτραχο
κι εσύ ψάχνεις για νόημα
σε πράγματα δίχως νόημα
φορώντας ακόμα το γάντζο
του Κάπταιν Χουκ στο χέρι.

10 Ιουν 2011

Μεγάλωσα



















Του είπα πως θα βγω πάλι.
Θα βάλω το στενό μου τζιν
και τη μπλούζα που αγόρασα
πριν λίγες μέρες
και θα πάω να τους ακούσω,
θα χαμογελάσω,
θα μιλήσω δυνατά
-τόσο όσο να ακουστώ-
θα προσποιηθώ ,
θα πλήξω.
Ύστερα
θα πάρω το δρόμο της επιστροφής
-το πιο μακρινό-
και θα οδηγήσω
με το τσιγάρο στο ένα χέρι
και το άλλο στο τιμόνι.
Η επιστροφή
δεν έχει κανένα νόημα πια.
Μεγάλωσα.

9 Ιουν 2011

Απεταξάμην
















Μάταια προσπάθησα να προσπεράσω
την αμαρτωλή μου φύση,
όλα τα όχι και τα μη
τις αδυναμίες και τα πάθη
τα πρέπει και τα θέλω
που εντός μου
μπεκροπίνουν
σ’ εκείνο το χαμαιτυπείο
που συχνάζω από παιδί.

Έτσι, άλλαξα φουστάνι,
έβαψα τα μαλλιά μου κόκκινα,
φόρεσα μαύρα γυαλιά,
για να είμαι αγνώριστη
σε γνώριμους παλιούς,
μα εκείνοι πάντα με ακολουθούσαν,
πάντα μ αναγνώριζαν
ανάμεσα στο πλήθος.

Προσπάθησα την αμαρτωλή μου φύση
ν’ αποτάξω
μα κατέληξα να φωνάζω
απεταξάμην
στο φανοστάτη
που καίει ολονυχτίς,
και στους παλιούς μου γνώριμους
και σε σας
φωνάζω
Απεταξάμην…

( Κατάλαβα στο τέλος
πως ακόμα και τον ίδιο μου το εαυτό
ήθελα να αποτάξω
μα στο τέλος κατάφερα
να προσθέσω
ένα ακόμα αγκάθι στο πετσί μου)