Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε
που τυφλώθηκα δε θυμάμαι.
Ούτε πως τυφλώθηκα μπορώ να σας πω.
Το μόνο που θυμάμαι
είναι να ψηλαφίζω τον κόσμο
με δάχτυλα που έσταζαν αγωνία ,
να γεμίζω τη ψυχή μου
με όνειρα ,τύψεις και έρωτες έκθετους.
Θυμάμαι πάντα να ζω μια ζωή σε αναμονή
και να θρέφω στα πλαδαρά μου στήθη
φόβους δεισιδαίμονες .
Θυμάμαι να μπαινοβγαίνω
σε άδεια πλοία με την ελπίδα
ότι κάποιο κάποτε θα σαλπάρει
με μοναδικό επιβάτη εμένα .
θυμάμαι τη σάρκα μου να καίει
και τις φλέβες μου να με τρυπάνε
ως τα μύχια της ψυχής μου
κάθε που άγγιζα
υπολείμματα φιλιού στα χείλη μου.
Δε θυμάμαι πότε τυφλώθηκα και πως.
Ξέρω μόνο πως
ο φόβος , οι τύψεις και τα όνειρα
είναι γνήσιοι απόγονοι της Λερναίας Ύδρας .
Κουράστηκα να τ αποκεφαλίζω κάθε τόσο
κι έτσι τα έκανα κάλπικο φινίρισμα
στο μαξιλάρι μου…
1 σχόλιο:
Οι τελευταίοι έξι στίχοι είναι υπέροχοι.
Καλό μήνα κι απο δω
Δημοσίευση σχολίου